- αβυσσική πανίδα
- Το σύνολο των θαλάσσιων οργανισμών που ζουν στα μεγάλα βάθη, σε περιβάλλον που δεν έχει καθόλου φως και επομένως ούτε βλάστηση. Οι προσπάθειες που επί έναν περίπου αιώνα έκαναν οι επιστήμονες για να εξερευνήσουν τις θαλάσσιες αβύσσους περίπου από τα 600 μ. (Φορμπς, 1841) έως τα 11.000 μ. (Πικάρ, 1960) έχουν αποδείξει ότι μπορούν να ζήσουν ζώα σε οποιοδήποτε βάθος· ορισμένες ομάδες προσαρμόζονται άνετα στο αβυσσικό περιβάλλον (έλλειψη φωτός, ισχυρή πίεση, χαμηλή θερμοκρασία). Την άποψη αυτή επιβεβαιώνουν αρκετά στοιχεία που έφερε στο φως η εξερευνητική αποστολή (1950-52) της Galathea: βρέθηκαν ελασματοβράγχια στα 10.190 μ., γαστερόποδα και κρινοειδή σε 8.200 μ., ιχθύες (νεοπτερύγιοι)στα 7.130 μ. και βρυόζωα στα 5.850 μ. Έχει διαπιστωθεί ότι η α.π. γίνεται σπανιότερη όσο μεγαλώνει το βάθος.
Η α.π. υπήρξε αντικείμενο συστηματικής μελέτης των ωκεανογράφων. Κατά τη γνώμη ορισμένων επιστημόνων, η α.π. τείνει προς μορφές μικρότερων διαστάσεων, σε σχέση με τις ανάλογες που ζουν σε αβαθή νερά. Στα αβυσσικά ύδατα υπάρχει μόνο βιοφωτισμός ή φωσφορισμός, που παράγουν διάφορα είδη ζωικών οργανισμών, τα οποία είναι εφοδιασμένα με φωτογόνα όργανα, συχνά περίπλοκα και πολύ έντεχνα συγκροτημένα. Όσο μεγαλώνει το βάθος, πληθαίνουν τα τυφλά είδη· δίπλα σε αυτά, ωστόσο, βρίσκονται και άλλα με όραση πολύ ανεπτυγμένη. Την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της όρασης αντισταθμίζει συχνά η ανάπτυξη της αφής και άλλων αισθήσεων, για τις οποίες υπάρχουν ιδιαίτερα όργανα, όπως οι αισθητικές ίνες που έχει o γιγαντακτίς μακρόνημα, η λινοφρύνη η δενδροφόρος και άλλοι αβυσσικοί ιχθύες. Στην α.π. ανήκουν και διάφορα είδη ακτινοζώων, τρηματοφόρων, σπόγγων, οστρακοδέρμων, κοιλεντερωτών, εχινοδέρμων, μαλακίων και ιχθύων. Πολλές από τις σημερινές ομάδες ζώων θεωρούνται υπολείμματα α.π. που υπήρξε σε παλαιότερους γεωλογικούς αιώνες, κυρίως κατά τον τριτογενή, θεωρούνται δηλαδή ζωντανά απολιθώματα.
Dictionary of Greek. 2013.